- λαμπριδιόμορφοι
- οιτάξη τελεόστεων ιχθύων, στην οποία ανήκουν πολλά είδη μεγαλόσωμων ψαριών, το μήκος τών οποίων μπορεί να φθάσει και τα 8 μέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνειο ως προς το α' συνθετικό του, πρβλ. γαλλ. lampridiformes < lamprid- (< lampris < λαμπρός) + -formes πληθ. τού -form (< μσν. γαλλ. -forme < λατ. -formis < λατ. forma), που αποδίδεται στην ελλ. με τον τ. -μορφοι, πληθ. τού -μορφος < μορφή].
Dictionary of Greek. 2013.